- ανείσπρακτος
- ος , ον , ανείσπραχτος, η , ο невзысканный, несобранный (о налоге и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανείσπρακτος — ανείσπρακτος, η, ο και ανείσπραχτος, η, ο αυτός που δεν εισπράχτηκε: Είχε ανείσπρακτους και τους τόκους από τις καταθέσεις του στην τράπεζα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανείσπρακτος — η, ο (Α ἀνείσπρακτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει εισπραχθεί 2. ο μη εισπράξιμος, όποιος δεν είναι δυνατόν να εισπραχθεί αρχ. εκείνος που δεν υπόκειται σε χρηματική ευθύνη … Dictionary of Greek
ἀνείσπρακτοι — ἀνείσπρακτος free from pecuniary liability masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)