ανείσπρακτος

ανείσπρακτος
ος , ον , ανείσπραχτος, η , ο невзысканный, несобранный (о налоге и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ανείσπρακτος" в других словарях:

  • ανείσπρακτος — ανείσπρακτος, η, ο και ανείσπραχτος, η, ο αυτός που δεν εισπράχτηκε: Είχε ανείσπρακτους και τους τόκους από τις καταθέσεις του στην τράπεζα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανείσπρακτος — η, ο (Α ἀνείσπρακτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει εισπραχθεί 2. ο μη εισπράξιμος, όποιος δεν είναι δυνατόν να εισπραχθεί αρχ. εκείνος που δεν υπόκειται σε χρηματική ευθύνη …   Dictionary of Greek

  • ἀνείσπρακτοι — ἀνείσπρακτος free from pecuniary liability masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»